Στην πολιορκία της Ακρόπολης, λίγο πριν αρχίσει ο βομβαρδισμός (11 Μαρτίου 1822), η Ελληνική Κυβέρνηση συνιστούσε «προσοχή» στον επικεφαλής Γερμανών φιλελλήνων, Γάλλο συνταγματάρχη Ολιβιέ Βουτιέ: « ...;μη λησμονήτε», υπεδείκνυε, «ότι μέσα εις το Κάστρον περικλείονται αυτά τα πολύτιμα λείψανα της αρχαιότητος, οπού ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν ημπόρεσε να εξαφανίση· συνιστώμεν εις την αγάπην σας προς το ωραίον τα αριστουργήματα των προγόνων μας. Είθε η αιγίς της Αθηνάς να προφυλάξη τον ναόν της» ...;
Η επιχείρηση τραβούσε σε μάκρος και η έκβασή της ήταν αμφίρροπη. Αναπόφευκτη συνέπεια ήταν να εξαντληθούν όχι μόνον οι προμήθειες, αλλά και τα πολεμοφόδια των υπερασπιστών της τελευταίας θέσης που διατηρούσαν οι οθωμανικές αρχές σε ολόκληρη την Αττική. Τότε ήταν που ο νέος αγωνιστής -και αργότερα πρώτος Έφορος Αρχαιοτήτων-, ο Κυριάκος Πιττάκης, διέκρινε τους Τούρκους στρατιώτες τη στιγμή που ήταν έτοιμοι να σπάσουν τις κολόνες του Παρθενώνα, προκειμένου να αφαιρέσουν το μολύβι που τους έλειπε, αλλά που υπήρχε σε ικανές ποσότητες στα σφραγίσματα, στο κέντρο των σφονδύλων των κιονόκρανων.
Κατεχόμενος από συγκίνηση, ανέφερε το γεγονός στο στρατόπεδό του και έπεισε τους Έλληνες πολιορκητές να προμηθεύσουν οι ίδιοι τα βόλια που προορίζονταν για τα τουρκικά όπλα που θα έβαλλαν εναντίον τους. Τότε οι Έλληνες δεν τους βομβάρδισαν, αλλά τους έδωσαν βόλια και εξαγόρασαν με το αίμα τους τα πολύτιμα εκείνα μάρμαρα (είναι πασίγνωστη η φράση τους «Να τα βόλια, μην αγγίξετε τις κολώνες»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου